- πιθάριον
- πιθάριονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιθάρια — πιθάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πισάριον — (I) τὸ, Α [πῑσος] υποκορ. τού πῑσος*. (II) τὸ, Α αγγείο κατάλληλο για τη μέτρηση ξηρών προϊόντων, πιθάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τ. τού πιθάριον] … Dictionary of Greek
PITHARIA — apud Vinc. Belvacensem, idem quod Hollandis vulgo, tonne d or. Ita autem is l. 31. c. 144. Ubi est thesauras suus, et dicitur quod ibi sunt 10. pithariae plenae aurô depuratô etc. Graecis πίθος, πιθάριον, dolium, doliotum, unde Pithariae et… … Hofmann J. Lexicon universale
πιθάρι — (αρχ. πίθος). Αγγείο μεγάλων διαστάσεων με χοντρά τοιχώματα, πλατύ και κοντό λαιμό και μικρές λαβές. Η βάση του, ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετούσε, ήταν άλλοτε πλατιά και άλλοτε στενή. Κατασκευαζόταν συνήθως από πηλό ή πέτρα, σπανιότερα δε από … Dictionary of Greek